- ηπατ-
- και ηπατο- ἡπατ- και ἡπατοα' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β' συνθετικό ανάγεται στο ήπαρ* ή στην ηπατική χώρα («ηπαταλγία», «ηπατοκήλη»).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήπαρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἥπατ' — ἥπατε , ἥπατος masc voc sg ἥπατα , ἧπαρ liver neut nom/voc/acc pl ἥπατι , ἧπαρ liver neut dat sg ἥπατε , ἧπαρ liver neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hepatitis — Classification and external resources Alcoholic hepatitis evident by fatty change, cell necrosis, Mallory bodies ICD 10 K … Wikipedia
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
ηπάτωμα — Ο πιο συχνός τύπος καρκινικού όγκου του ήπατος. Προέρχεται από το παρέγχυμα του οργάνου και συνήθως παρουσιάζεται σε ανθρώπους που έχουν ηπατίτιδα ή κίρρωση του ήπατος. * * * το όγκος ηπατικών κυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ηπατέλαια — Έλαια που έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε βιταμίνες. Τα η. χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική ιατρική και λαμβάνονται από το συκώτι ορισμένων ψαριών της οικογένειας του γάδου (μουρούνας). Βλ. λ. μουρουνέλαιο. * * * τα (βιοχ.) έλαια μεγάλης… … Dictionary of Greek
ηπατογενής — ές αυτός που σχηματίζεται από τη λειτουργία τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatogenic < hepat (πρβλ. ηπατ < ήπαρ, ατος) + genic (πρβλ. γενής < γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek
κυμβαλίτις — κυμβαλῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) το φυτό κοτυληδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κατάλ. ίτις (πρβλ. ηπατ ίτις, ριν ίτις)] … Dictionary of Greek
σκωληκοειδίτιδα — (Ιατρ.). Η προσβολή της σκωληκοειδούς από φλεγμονώδη διεργασία. Πρόκειται για πάθηση εξαιρετικά διαδομένη, ιδιαίτερα στους πιο εξελιγμένους λαούς· φαίνεται ότι αυτό οφείλεται στις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, γι αυτό π.χ. στους Κινέζους… … Dictionary of Greek
σπειραματίτιδα — η, Ν ιατρ. βαριά μορφή νεφρίτιδας ταχείας διαδρομής που προσβάλλει κυρίως τα αγγειώδη σπειράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπείραμα, άματος + κατάλ. ίτιδα (πρβλ. ηπατ ίτιδα)] … Dictionary of Greek